ἡπλωμένως

ἡπλωμένως
ἁπλόω
make single
perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἡπλωμένως
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτάδην — επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά) κατ έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ. «ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ ἐκείνου νεκρός» ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • εκτεταμένως — και εκτεταμένα (Α ἐκτεταμένως) νεοελλ. σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, εκτενώς, ευρέως, διεξοδικώς αρχ. 1. γραμμ. με έκταση τού βραχέος φωνήεντος σε μακρό («ἐκτεταμένως εἴρηκε καρῑδα», Αθήν.) 2. Κατά τον Ησύχ. «ἡπλωμένως» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”